Apollonios de Rhodes, en grec Ἀπολλώνιος (Alexandrie, 295-215 av. J.-C.), est un poète et grammairien grec. Disciple de Callimaque de Cyrène, il compose une longue épopée, les Argonautiques, qui s’éloigne des enseignements de son maître et vise à se rapprocher de la simplicité homérique. Rejeté par Callimaque, il s’exile à Rhodes où il fonde une école de rhétorique. En même temps, il retravaille son poème. Rentré à Alexandrie, il connaît le succès et Ptolémée III Évergète le nomme directeur de la bibliothèque d’Alexandrie, en succession d’Ératosthène.
Les Argonautiques étaient très appréciées des Romains, et ont été une source d’inspiration notamment pour Valerius Flaccus dans la composition de ses propres Argonautiques. (Article « Apollonios de Rhodes » de l’Encyclopédie Wikipédia).
Livre I
Vers 605-701 : Escale à l’île de Lemnos
Les Argonautes font escale sur l’île de Lemnos, où, un an auparavant, les Lemniennes, jalouses des prisonnières que leurs maris avaient ramenés de Thrace, avaient assassiné toute la population mâle…
Τοῖσιν δ’ αὐτῆμαρ μὲν ἄεν καὶ ἐπὶ κνέφας οὖρος
πάγχυ μάλ’ ἀκραής, τετάνυστο δὲ λαίφεα νηός. Αὐτὰρ ἅμ’ ἠελίοιο βολαῖς ἀνέμοιο λιπόντος εἰρεσίῃ κραναὴν Σιντηίδα Λῆμνον ἵκοντο. Ἔνθ’ ἄμυδις πᾶς δῆμος ὑπερβασίῃσι γυναικῶν νηλειῶς δέδμητο παροιχομένῳ λυκάβαντι. Δὴ γὰρ κουριδίας μὲν ἀπηνήναντο γυναῖκας ἀνέρες ἐχθήραντες, ἔχον δ’ ἐπὶ ληιάδεσσιν τρηχὺν ἔρον, ἃς αὐτοὶ ἀγίνεον ἀντιπέρηθεν Θρηικίην δῃοῦντες· ἐπεὶ χόλος αἰνὸς ὄπαζεν Κύπριδος, οὕνεκά μιν γεράων ἐπὶ δηρὸν ἄτισσαν. Ὦ μέλεαι, ζήλοιό τ’ ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι. Οὐκ οἶον σὺν τῇσιν ἑοὺς ἔρραισαν ἀκοίτας ἀμφ’ εὐνῇ, πᾶν δ’ ἄρσεν ὁμοῦ γένος, ὥς κεν ὀπίσσω μήτινα λευγαλέοιο φόνου τίσειαν ἀμοιβήν. Οἴη δ’ ἐκ πασέων γεραροῦ περιφείσατο πατρὸς Ὑψιπύλεια Θόαντος, ὃ δὴ κατὰ δῆμον ἄνασσεν· λάρνακι δ’ ἐν κοίλῃ μιν ὕπερθ’ ἁλὸς ἧκε φέρεσθαι, αἴ κε φύγῃ. Καὶ τὸν μὲν ἐς Οἰνοίην ἐρύσαντο πρόσθεν, ἀτὰρ Σίκινόν γε μεθύστερον αὐδηθεῖσαν νῆσον, ἐπακτῆρες, Σικίνου ἄπο, τόν ῥα Θόαντι νηιὰς Οἰνοίη νύμφη τέκεν εὐνηθεῖσα. Τῇσι δὲ βουκόλιαί τε βοῶν χάλκειά τε δύνειν τεύχεα, πυροφόρους τε διατμήξασθαι ἀρούρας ῥηίτερον πάσῃσιν Ἀθηναίης πέλεν ἔργων, οἷς αἰεὶ τὸ πάροιθεν ὁμίλεον. Ἀλλὰ γὰρ ἔμπης ἦ θαμὰ δὴ πάπταινον ἐπὶ πλατὺν ὄμμασι πόντον δείματι λευγαλέῳ, ὁπότε Θρήικες ἴασιν. Τῶ καὶ ὅτ’ ἐγγύθι νήσου ἐρεσσομένην ἴδον Ἀργώ, αὐτίκα πασσυδίῃ πυλέων ἔκτοσθε Μυρίνης δήια τεύχεα δῦσαι ἐς αἰγιαλὸν προχέοντο, Θυιάσιν ὠμοβόροις ἴκελαι: φὰν γάρ που ἱκάνειν Θρήικας· ἡ δ’ ἅμα τῇσι Θοαντιὰς Ὑψιπύλεια δῦν’ ἐνὶ τεύχεσι πατρός. Ἀμηχανίῃ δ’ ἐχέοντο ἄφθογγοι· τοῖόν σφιν ἐπὶ δέος ᾐωρεῖτο. Τείως δ’ αὖτ’ ἐκ νηὸς ἀριστῆες προέηκαν Αἰθαλίδην κήρυκα θοόν, τῷπέρ τε μέλεσθαι ἀγγελίας καὶ σκῆπτρον ἐπέτρεπον Ἑρμείαο, σφωιτέροιο τοκῆος, ὅ οἱ μνῆστιν πόρε πάντων ἄφθιτον· οὐδ’ ἔτι νῦν περ ἀποιχομένου Ἀχέροντος δίνας ἀπροφάτους ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη· ἀλλ’ ἥγ’ ἔμπεδον αἰὲν ἀμειβομένη μεμόρηται, ἄλλοθ’ ὑποχθονίοις ἐναρίθμιος, ἄλλοτ’ ἐς αὐγὰς ἠελίου ζωοῖσι μετ’ ἀνδράσιν. Ἀλλὰ τί μύθους Αἰθαλίδεω χρειώ με διηνεκέως ἀγορεύειν; ὅς ῥα τόθ’ Ὑψιπύλην μειλίξατο δέχθαι ἰόντας ἤματος ἀνομένοιο διὰ κνέφας· οὐδὲ μὲν ἠοῖ πείσματα νηὸς ἔλυσαν ἐπὶ πνοιῇ βορέαο. Λημνιάδες δὲ γυναῖκες ἀνὰ πτόλιν ἷζον ἰοῦσαι εἰς ἀγορήν· αὐτὴ γὰρ ἐπέφραδεν Ὑψιπύλεια. Καί ῥ’ ὅτε δὴ μάλα πᾶσαι ὁμιλαδὸν ἠγερέθοντο, αὐτίκ’ ἄρ’ ἥγ’ ἐνὶ τῇσιν ἐποτρύνουσ’ ἀγόρευεν· « Ὠ φιλαι, εἰ δ’ ἄγε δὴ μενοεικέα δῶρα πόρωμεν ἀνδράσιν, οἷά τ’ ἔοικεν ἄγειν ἐπὶ νηὸς ἔχοντας, ἤια, καὶ μέθυ λαρόν, ἵν’ ἔμπεδον ἔκτοθι πύργων μίμνοιεν, μηδ’ ἄμμε κατὰ χρειὼ μεθέποντες ἀτρεκέως γνώωσι, κακὴ δ’ ἐπὶ πολλὸν ἵκηται βάξις· ἐπεὶ μέγα ἔργον ἐρέξαμεν, οὐδέ τι πάμπαν θυμηδὲς καὶ τοῖσι τόγ’ ἔσσεται, εἴ κε δαεῖεν. Ἡμετέρη μὲν νῦν τοίη παρενήνοθε μῆτις· ὑμέων δ’ εἴ τις ἄρειον ἔπος μητίσεται ἄλλη, ἐγρέσθω· τοῦ γάρ τε καὶ εἵνεκα δεῦρ’ ἐκάλεσσα. » Ὧς ἄρ’ ἔφη, καὶ θῶκον ἐφίζανε πατρὸς ἑοῖο λάινον· αὐτὰρ ἔπειτα φίλη τροφὸς ὦρτο Πολυξώ, γήραι δὴ ῥικνοῖσιν ἐπισκάζουσα πόδεσσιν, βάκτρῳ ἐρειδομένη, περὶ δὲ μενέαιν’ ἀγορεῦσαι. Τῇ καὶ παρθενικαὶ πίσυρες σχεδὸν ἑδριόωντο ἀδμῆτες λευκῇσιν ἐπιχνοάουσαι ἐθείραις. Στῆ δ’ ἄρ’ ἐνὶ μέσσῃ ἀγορῇ, ἀνὰ δ’ ἔσχεθε δειρὴν ἦκα μόλις κυφοῖο μεταφρένου, ὧδέ τ’ ἔειπεν· « Δῶρα μέν, ὡς αὐτῇ περ ἐφανδάνει Ὑψιπυλείῃ, πέμπωμεν ξείνοισιν, ἐπεὶ καὶ ἄρειον ὀπάσσαι. ὔμμι γε μὴν τίς μῆτις ἐπαύρεσθαι βιότοιο, αἴ κεν ἐπιβρίσῃ Θρήιξ στρατός, ἠέ τις ἄλλος δυσμενέων, ἅ τε πολλὰ μετ’ ἀνθρώποισι πέλονται; Ὡς καὶ νῦν ὅδ’ ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνει. Εἰ δὲ τὸ μὲν μακάρων τις ἀποτρέποι, ἄλλα δ’ ὀπίσσω μυρία δηιοτῆτος ὑπέρτερα πήματα μίμνει, εὖτ’ ἂν δὴ γεραραὶ μὲν ἀποφθινύθωσι γυναῖκες, κουρότεραι δ’ ἄγονοι στυγερὸν ποτὶ γῆρας ἵκησθε. Πῶς τῆμος βώσεσθε δυσάμμοροι; Ἦε βαθείαις αὐτόματοι βόες ὔμμιν ἐνιζευχθέντες ἀρούραις γειοτόμον νειοῖο διειρύσσουσιν ἄροτρον, καὶ πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται; Ἦ μὲν ἐγών, εἰ καί με τὰ νῦν ἔτι πεφρίκασιν Κῆρες, ἐπερχόμενόν που ὀίομαι εἰς ἔτος ἤδη γαῖαν ἐφέσσεσθαι, κτερέων ἀπὸ μοῖραν ἑλοῦσαν αὔτως, ἣ θέμις ἐστί, πάρος κακότητα πελάσσαι. ὁπλοτέρῃσι δὲ πάγχυ τάδε φράζεσθαι ἄνωγα. Νῦν γὰρ δὴ παρὰ ποσσὶν ἐπήβολός ἐστ’ ἀλεωρή, εἴ κεν ἐπιτρέψητε δόμους καὶ ληίδα πᾶσαν ὑμετέρην ξείνοισι καὶ ἀγλαὸν ἄστυ μέλεσθαι. » Ὧς ἔφατ’· ἐν δ’ ἀγορὴ πλῆτο θρόου. Εὔαδε γάρ σφιν μῦθος. Ἀτὰρ μετὰ τήνγε παρασχεδὸν αὖτις ἀνῶρτο Ὑψιπύλη, καὶ τοῖον ὑποβλήδην ἔπος ηὔδα· « Εἰ μὲν δὴ πάσῃσιν ἐφανδάνει ἥδε μενοινή, ἤδη κεν μετὰ νῆα καὶ ἄγγελον ὀτρύναιμι. »
|
|
Éclaircissements linguistiques :
- αὐτῆμαρ : le même jour<span< li= » »></span<>
- τὸ κνέφας : obscurité, crépuscule
- ἀκραής, ής, ές : qui souffle fort
- τετάνυστο : plus que parfait moyen sans augment de τανύω, tendre, déployer
- τὸ λαῖφος, ους : voile de vaisseau (trag.)
- εἰρεσία : mouvement des rames
- κραναός, ή, όν : rocailleux
- νηλειῶς : sans pitié
- ὁ λυκάβας, αντος : année (dans l’Odyssée et chez Ap. de Rhodes)
- κουρίδιος, α, ον : époux (-se) légitime
- ἐπισμυγερῶς : lamentablement
- ἀκόρητος, ος, ον : insatiable
- ἑός, ἑή, ἑόν : possessif 3ème p. Épique
- ῥαίω, ἔρραισα : briser, détruire
- λευγαλέος, α, ον : pitoyable, funeste
- ἡ ἀμοιβή, ῆς : ce qu’on donne en échange ; ici, expiation
- περιφείδομαι : épargner soigneusement
- ἐρύομαι : tirer à soi
- ὁ ἐπακτήρ, ῆρος : chasseur, pêcheur
- διατμήγω ἀρούρας : labourer les champs
- ῥηίτερος, α, ον : comparatif épique de ῥάδιος, facile
- πέλεν : imparfait épique, 3ème sing. de πέλω, être ordinairement
- ἔμπης = ἔμπας : toutefois
- θαμά : souvent
- παπταίνω: regarder avec inquiétude
- τῶ = τοῦ (dorien)
- ἐρρέσσομαι : être poussé à force de rames (cf. plus haut, εἰρεσία)
- πασσυδίῃ = πανσυδίᾳ : en toute hâte
- ἔκτοσθε : au-dehors
- δήιος, α, ον : meurtrier, hostile
- ᾐωρεόμην-ούμην, imparfait de αἰωρέω-ῶ : être suspendu
- ἀπρόφατος, ος, ον : imprévu, non prédit, terrible
- μεμόρηται : parfait de μείρομαι , obtenir en partage
- μειλίξατο : aoriste 3ème sing. poétique de μειλισσω, adoucir, se rendre favorable
- τὸ πεῖσμα, ματος : câble, amarre
- ἐποτρύνω : lancer un message pressant, exhorter
- τὰἤια, ων : les vivres
- λαρός, ός, όν : délicieux
- ἀτρεκέως = ἀτρεκῶς : sincèrement, vraiment, exactement
- ἡ βάξις, εως : rumeur
- ὅγε, ἥγε, τόγε : celui-ci, celle-ci…
- δαεῖεν < δάω : apprendre (opt. 3ème pl. épique)
- παρενήνοθε : 3ème sing. d’un verbe inusité : « pénétra dans » (hapax)
- πίσυρες = τέτταρες (éolien, épique)
- ἑδριάομαι-ῶμαι : être assis
- ἡ ἔθειρα, ας : chevelure
- ἐπιχνοάω-ῶ : être couvert de cheveux
- ἦκα : légèrement
- ἡ δειρή, ῆς : le cou
- τὸ μετάφρενον, ου : partie supérieure du dos entre les épaules
- ἀποφθινύθω: se consumer, périr
- διερύω :tirer qqch. à travers
- ἡ νειός, οῦ : jachère
- πρόκα : tout à coup
- ὁ στάχυς, υος : épi de blé
- ἀμάω-ῶ : moissonner
- Mot à mot : ô malheureuses, lamentablement insatiables de jalousie !
- Phrase complexe : Καὶ τὸν μὲν ἐς Οἰνοίην ἐρύσαντο / πρόσθεν, ἀτὰρ Σίκινόν γε μεθύστερον αὐδηθεῖσαν / νῆσον, ἐπακτῆρες, Σικίνου ἄπο, [τόν ῥα Θόαντι / νηιὰς Οἰνοίη νύμφη τέκεν εὐνηθεῖσα]. Le sujet de la principale est ἐπακτῆρες, le verbe ἐρύσαντο, le COD τὸν μὲν, qui reprend Thoas. Tout le groupe en vert est le complément de lieu, développant « ἐς… νῆσον ». L’île fut appelée d’abord Oinoié (Οἰνοίην πρόσθεν αὐδηθεῖσαν) – du nom de la Naïade), et plus tard Sicinos (ἀτὰρ Σίκινόν γε μεθύστερον αὐδηθεῖσαν), du nom de son fils (Σικίνου ἄπο). La relative est plus simple : τόν relatif COD, νηιὰς Οἰνοίη νύμφη sujet, Θόαντι εὐνηθεῖσα, participe apposé au sujet, avec un COI (Θόαντι), et le verbe τέκεν. L’ordre des mots met en valeur à la fois les pêcheurs, et l’histoire de Sicinos, qui n’apporte pas grand-chose à l’histoire d’Hypsipyle, et encore moins à celle de Jason, mais qui permet une parenthèse érudite à Apollonios. Notos qu’Oinoié signifie « la vineuse », et que Thoas était fils de Dionysos…
- Il s’agit des Ménades. Voir le culte de Dionysos.
- Ἀχέροντος δίνας ἀπροφάτους : Émile Delage traduit « les tourbillons invisibles » ; il vaudrait mieux « les tourbillons terribles » ou « les tourbillons imprévus » – ce qui signifierait qu’Aithalidès est mort brutalement.
- Le Borée est un vent du Nord ; or les Argonautes ont besoin d’un vent de sud, ou d’ouest.
- Polyxô, une vieille dame assez terrifiante, qui, selon certaines versions de la légende, serait l’instigatrice du massacre commis par les Lemniennes… Le portrait qui en est dressé est hyperréaliste – une tendance de l’art hellénistique.